- Ταρσογενής
- Ταρσογενής, ές,A born at Tarsus, IG14.1437 ([place name] Rome).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταρσογενής — ές, Α αυτός που γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταρσός + γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θεο γενής] … Dictionary of Greek
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek